bn:00000725n
Noun Concept
Categories: Εκπαίδευση, Δεξιότητες
EL
δεξιότητα  ικανότητα  δεξιοτεχνία  επιδεξιότητα  προσόν
EL
Ιδιότητα ενός προσώπου, που είναι αποτέλεσμα πνευματικής καλλιέργειας ή μόρφωσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ιδιότητα ενός προσώπου, που είναι αποτέλεσμα πνευματικής καλλιέργειας ή μόρφωσης Greek Open Multilingual WordNet
Για τη δεξιότητα δεν υπάρχει ένας και μοναδικός συμφωνημένος ορισμός. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations