bn:00001172n
Noun Concept
EL
δραστηριότητα
EL
Σύνολο ενεργειών ατόμου ή ομάδας, που αφορούν ένα συγκεκριμένο τομέα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνολο ενεργειών ατόμου ή ομάδας, που αφορούν ένα συγκεκριμένο τομέα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations