bn:00001530n
Noun Concept
Categories: Άνθρωπος, Γυναίκα
EL
γυναίκα  γυναίκες  Γυνή  ενήλικο θηλυκό
EL
Άνθρωπος θηλυκού γένους σωματικά ώριμος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άνθρωπος θηλυκού γένους σωματικά ώριμος Greek Open Multilingual WordNet
Γυναίκα ονομάζεται κάθε άνθρωπος που ανήκει στο θηλυκό φύλο. Wikipedia
Ενήλικας άνθρωπος του φύλου που παράγει ωάρια και φέρει μικρά. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations