bn:00001697n
Noun Concept
Categories: Αμερικανικές εφευρέσεις, Αεροσκάφη
EL
αεροπλάνο  αεροσκάφος  αεροπλάνα
EL
Εναέριο μεταφορικό ή συγκοινωνιακό μέσο με φτερά και μηχανή Greek Open Multilingual WordNet
English:
aircraft
aviation
Definitions
Relations
Sources
EL
Εναέριο μεταφορικό ή συγκοινωνιακό μέσο με φτερά και μηχανή Greek Open Multilingual WordNet
Το αεροπλάνο είναι μηχανοκίνητο αεροσκάφος σταθερών πτερύγων το οποίο ωθείται μπροστά από έναν κινητήρα αεριώθησης ή έναν έλικα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations