bn:00006157n
Noun Concept
Categories: Εργασία, Εκπαίδευση, Επαγγελματική εκπαίδευση
EL
τεχνίτης  ειδικευμένος τεχνίτης  τεχνίτες  τεχνίτη
EL
Ο επαγγελματίας που εξασκεί μία τέχνη, ένα συνήθως χειρωνακτικό επάγγελμα ή έχει ειδική τεχνική εκπαίδευση Greek Open Multilingual WordNet
English:
style
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο επαγγελματίας που εξασκεί μία τέχνη, ένα συνήθως χειρωνακτικό επάγγελμα ή έχει ειδική τεχνική εκπαίδευση Greek Open Multilingual WordNet
Ένας τεχνίτης είναι εξειδικευμένος εργάτης που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την επίσημη πιστοποίηση μαθητείας σχετικά με ένα επάγγελμα ή μια τεχνική. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wiktionary
Wikipedia Translations