bn:00006814n
Noun Concept
Categories: Άτομα, Χημεία
EL
άτομο  άτομα  Δομή ατόμου  ατομική δομή
EL
(φυσ., χημ.) σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση χωρίς να χάνει τις αρχικές της ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
φυσική
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ., χημ.) σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση χωρίς να χάνει τις αρχικές της ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Στη χημεία και τη φυσική, το άτομο Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations