bn:00007385n
Noun Concept
EL
Μηχανοκίνητο όχημα  αυτοκίνητο όχημα  αυτοκινούμενο όχημα  όχημα με κινητήρα  αυτοκινητοβιομηχανία όχημα
EL
Τροχοφόρο όχημα που αυτοτροφοδοτείται και δεν κινείται σε ράγες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τροχοφόρο όχημα που αυτοτροφοδοτείται και δεν κινείται σε ράγες Greek Open Multilingual WordNet
Μηχανοκίνητο όχημα είναι αυτοκινούμενο όχημα, συνήθως τροχοφόρο, που δεν λειτουργεί σε ράγες και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου. Wikipedia