bn:00012738n
Noun Concept
EL
κλαδί  κλαρί  κλάδος  υποκατάστημα  κλαδιά
EL
Το επίμηκες τμήμα δέντρου ή θάμνου ,που εξέχει από τον κορμό και από το οποίο φυτρώνουν τα φύλλα και οι καρποί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το επίμηκες τμήμα δέντρου ή θάμνου ,που εξέχει από τον κορμό και από το οποίο φυτρώνουν τα φύλλα και οι καρποί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations