bn:00013077n
Noun Concept
Categories: Γέφυρες
EL
γέφυρα  γεφύρι  γέφυρα του σιδηροδρόμου  οδική γέφυρα  σιδηροδρομική γέφυρα
EL
Επιτρέπει σε ανθρώπους ή οχήματα να διασχίσουν ένα εμπόδιο όπως ένα ποτάμι ή ένα κανάλι κ.λ.π. Greek Open Multilingual WordNet
English:
structure
engineering
Definitions
Relations
Sources
EL
Επιτρέπει σε ανθρώπους ή οχήματα να διασχίσουν ένα εμπόδιο όπως ένα ποτάμι ή ένα κανάλι κ.λ.π. Greek Open Multilingual WordNet
Η γέφυρα είναι μία αρχιτεκτονική ή τεχνική κατασκευή με την οποία επιτυγχάνεται ζεύξη δύο ή περισσοτέρων σημείων υπεράνω μεσολαβούντος εμποδίου. Wikipedia
Τη γνωστή κατασκευή διέλευσης υπεράνω εμποδίου. Wikipedia Disambiguation
Τεχνική κατασκευή με την οποία επιτυγχάνεται ζεύξη δύο ή περισσοτέρων σημείων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections