bn:00013722n
Noun Concept
Categories: Κτίρια και κατασκευές
EL
κτήριο  κτίριο  οικοδόμημα  δημόσιο κτήριο  κτίσμα
EL
Οίκημα που έχει στέγη και τοίχους, μεγάλο συνήθως κτίσμα προορισμένο να καλύψει στεγαστικές ανάγκες (κατοικίας, δουλειάς, ψυχαγωγίας κτλ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οίκημα που έχει στέγη και τοίχους, μεγάλο συνήθως κτίσμα προορισμένο να καλύψει στεγαστικές ανάγκες (κατοικίας, δουλειάς, ψυχαγωγίας κτλ.) Greek Open Multilingual WordNet
Το κτίριο είναι κάθε μόνιμο και ανεξάρτητο κτίσμα το οποίο έχει εξωτερικούς τοίχους και στέγη, αποτελείται από ένα ή περισσότερα δωμάτια ή άλλους χώρους που χρησιμοποιούνται για τη στέγαση ανθρώπων, ζώων ή αντικειμένων. Wikipedia
Αρχιτεκτονική κατασκευή, συνήθως με στέγη και τοίχους, που στέκεται μόνιμα σε ένα μέρος Wikidata
Κάτι πού κατασκευάζεται με οροφή και τοίχους, για παράδειγμα ένα σπίτι ή ένα εργοστάσιο. OmegaWiki