bn:00013723n
Noun Concept
EL
κατασκευή  δόμηση  εργοτάξια  εργοτάξιο  οικοδομική βιομηχανία
EL
Η ενέργεια του κατασκευάζω ή χτίζω ή φτιάχνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του κατασκευάζω ή χτίζω ή φτιάχνω Greek Open Multilingual WordNet
Η κατασκευή είναι η διαδικασία κατασκευής μιας δομής ή υποδομής. Wikipedia
Διαδικασία που συνίσταται στην κατασκευή ή τη συναρμολόγηση των υποδομών Wikidata
DERIVATION
PRODUCT OR MATERIAL PRODUCED
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations