bn:00015145n
Noun Concept
Categories: Ναυτική γεωγραφία, Διώρυγες
EL
διώρυγα  κανάλι  δίαυλος  αρδευτική τάφρος  δίοδος
EL
Μεγάλη τεχνητή δίοδος που ενώνει θάλασσες, λίμνες ή ποταμούς και της οποίας το βάθος και το πλάτος είναι κατάλληλο για τη ναυσιπλοΐα. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση ή αποστράγγιση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλη τεχνητή δίοδος που ενώνει θάλασσες, λίμνες ή ποταμούς και της οποίας το βάθος και το πλάτος είναι κατάλληλο για τη ναυσιπλοΐα. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση ή αποστράγγιση Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο διώρυγα χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε επίγειο τεχνικό έργο συνήθως μεγάλου μήκους και πλάτους για παροχέτευση ή αποχέτευση νερού ή σύνδεση ποταμών, λιμνών και θαλασσών, κατ΄ είδος μεταξύ τους ή κεχωρισμένα π.χ. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations