bn:00016845n
Noun Concept
EL
αιτία  λόγος  αιτιολογικός παράγοντας  αιτιώδη οργανισμό
EL
Κάθε οντότητα, γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κ.τ.λ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε οντότητα, γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κ.τ.λ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary