bn:00019180n
Noun Concept
EL
ηλεκτρικό κύκλωμα  κύκλωμα  ηλεκτρικά δίκτυα  ηλεκτρικά κυκλώματα  ηλεκτρικού δικτύου
EL
Το σύνολο συσκευών και διατάξεων που συνδέονται μεταξύ τους, επιτρέποντας τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
electricity
electronics
Definitions
Relations
Sources