bn:00027317n
Noun Concept
EL
δίπτερα  Diptera  δίπτερο έντομο  dipteron  δίπτερα έντομα
EL
Έντομα που έχουν δύο φτερά και προβοσκίδα για να γλύφουν, να τσιμπούν ή να ρουφούν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έντομα που έχουν δύο φτερά και προβοσκίδα για να γλύφουν, να τσιμπούν ή να ρουφούν Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations