bn:00032402n
Noun Concept
Categories: Οδικό δίκτυο, Αυτοκινητόδρομοι
EL
αυτοκινητόδρομος  αυτοκινητόδρομοι  οδός ελεγχόμενης κυκλοφορίας  αυτοκινητόδρομο  αρτηρίες
EL
Μεγάλου μήκους και πλάτους δρόμος προορισμένος αποκλειστικά για την κυκλοφορία αυτοκινήτων, με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και με περιορισμένες διασταυρώσεις, ώστε να είναι δυνατή η γρήγορη μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο (συνήθως από μία πόλη σε άλλη) Greek Open Multilingual WordNet
English:
US
Malaysia
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλου μήκους και πλάτους δρόμος προορισμένος αποκλειστικά για την κυκλοφορία αυτοκινήτων, με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και με περιορισμένες διασταυρώσεις, ώστε να είναι δυνατή η γρήγορη μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο (συνήθως από μία πόλη σε άλλη) Greek Open Multilingual WordNet
Ο αυτοκινητόδρομος είναι οδός ειδικής μελέτης και κατασκευής, σχεδιασμένος έτσι ώστε να διακινεί τον μεγαλύτερο δυνατό φόρτο της οδικής κυκλοφορίας οχημάτων, συνήθως μεταξύ πόλεων, και να επιτρέπει την οδήγηση με σταθερά υψηλή ταχύτητα. Wikipedia