bn:00032893n
Noun Concept
Categories: Οικογένεια
EL
οικογένεια  οικογένειες  οικογενειακές σχέσεις  οικογενειακή μονάδα
EL
Σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά τους) και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά τους) και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία Greek Open Multilingual WordNet
Η ανθρώπινη οικογένεια είναι μια θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική μονάδα που αποτελείται από δύο ενήλικα άτομα, μη συγγενικά εξ αίματος που έχουν συζευχθεί καθώς και τέκνα αυτών, η καλούμενη έτσι και "πυρηνική οικογένεια". Wikipedia
ομάδα ανθρώπων που σχετίζονται είτε με συγγένεια εξ αίματος (από αναγνωρισμένης από τη γέννηση) ή συγγένεια εξ αγχιστείας (από γάμο ή άλλη σχέση) ή συγκατοίκηση Wikidata
Ομάδα που συμπεριλαμβάνει τους γονείς, τους απόγονούς τους, καθώς και άλλα μέλη που συσχετίζονται με αυτούς. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations