bn:00034267n
Noun Concept
Categories: Δύναμη
EL
πεδίο δυνάμεων  πεδίο  πεδίο δύναμης  δυναμικό πεδίο  στον τομέα της βίας
EL
(φυσ.) η περιοχή εντός της οποίας μία δύναμη επηρεάζει ένα σώμα, π .χ. ηλεκτρικό πεδίο Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ.) η περιοχή εντός της οποίας μία δύναμη επηρεάζει ένα σώμα, π .χ. ηλεκτρικό πεδίο Greek Open Multilingual WordNet
Στη φυσική, το πεδίο δύναμης είναι διάνυσμα πεδίου που περιγράφει μια δύναμη χωρίς επαφή που ενεργεί σε ένα σωματίδιο σε διάφορες θέσεις στο χώρο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias