bn:00034625n
Noun Concept
Categories: Φαινόμενα, Θέρμανση, Τεχνικές μαγειρέματος, Καύση, Φυσικοί κίνδυνοι
EL
φλόγα  φωτιά  πυρά  πυρκαγιές  φλεγόμενος
EL
Η ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με την καύση εύφλεκτου υλικού, η οποία συνοδεύεται συνήθως και από φλόγα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με την καύση εύφλεκτου υλικού, η οποία συνοδεύεται συνήθως και από φλόγα Greek Open Multilingual WordNet
Φωτιά ή πυρ ή και πυρά είναι η καύση που συνοδεύεται από φλόγα. Wikipedia
Με τον όρο φλόγα, χαρακτηρίζεται το αέριο εκείνο που απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας καύσης, το οποίο λόγω της υψηλής του θερμοκρασίας ακτινοβολεί. Wikipedia
Κατάσταση καύσης κατά την οποία καίγεται εύφλεκτο υλικό, παράγοντας θερμότητα, φλόγες και συχνά καπνό. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations