bn:00034782n
Noun Concept
Categories: Γλωσσολογία
EL
μητρική γλώσσα  πρώτη γλώσσα
EL
Η γλώσσα που μιλά κανείς από τη γέννησή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η γλώσσα που μιλά κανείς από τη γέννησή του Greek Open Multilingual WordNet
Μία μητρική γλώσσα είναι η γλώσσα που ένας άνθρωπος μαθαίνει από τη γέννησή του. Wikipedia
Η γλώσσα που ένα άτομο μαθαίνει μετά από την γέννηση να μιλάει Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias