bn:00035868n
Noun Concept
Categories: Δάση, Δασολογία, Δασική βοτανική, Οικοσυστήματα, Ενδιαιτήματα
EL
δάσος  ξύλο  Δασικός πλούτος  δάση  δάση κωνοφόρων
EL
Εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα και φυτά· το σύνολο αυτών των δέντρων και φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα και φυτά· το σύνολο αυτών των δέντρων και φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Δάσος ονομάζεται ένα πολύπλοκο οικοσύστημα με φυτά και ζώα που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πυκνότητα δέντρων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations