bn:00036846n
Noun Concept
EL
θεμελιώδης μονάδα  θεμελιώδες μέτρο  θεμελιώδης ποσότητα
EL
Μία από τις τέσσερις μονάδες που αποτελούν τη βάση του συστήματος μέτρησης Greek Open Multilingual WordNet
English:
measurement
Definitions
Relations
Sources