bn:00043777n
Noun Concept
EL
μυρωδικό
EL
Προϊόντα φυτικής προέλευσης με αρωματική οσμή ή πικάντικη γεύση, που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως αρτύματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προϊόντα φυτικής προέλευσης με αρωματική οσμή ή πικάντικη γεύση, που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως αρτύματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet