bn:00051108n
Noun Concept
Categories: Φως
EL
φως  ορατό φως  ορατή ακτινοβολία  ακτίνα φωτός  Αυτόφωτο σώμα
EL
Το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της οράσεως, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που καθιστά τα αντικείμενα ορατά και που εκπέμπεται από μια φωτεινή πηγή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της οράσεως, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που καθιστά τα αντικείμενα ορατά και που εκπέμπεται από μια φωτεινή πηγή Greek Open Multilingual WordNet
Φως ονομάζεται η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που ανιχνεύεται από το ανθρώπινο μάτι και που εκλαμβάνεται ως αντίληψη αυτής. Wikipedia
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία διάφορων μηκών κύματος Wikidata