bn:00052556n
Noun Concept
Categories: Τεχνολογία, Τεχνολογία οχημάτων, Μηχανολογία
EL
μηχανή  μηχάνημα
EL
Μηχάνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχάνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά, μηχανή ή μηχάνημα ονομάζεται οποιοδήποτε εργαλείο ή μέσον που μπορεί να διευκολύνει την ανθρώπινη εργασία ή που μπορεί να αυξήσει τη δύναμη ή την αποτελεσματικότητά της. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations