bn:00052968n
Noun Concept
Categories: Αρσενικά
EL
αρσενικό  αρσενικός  άρρην  άνδρες  αρσενικό πρόσωπο
EL
Αυτός που έχει τα γενετικά χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, κατ' αντιδιαστολή προς το γυναικείο, που γονιμοποιεί το θηλυκό κατά την αναπαραγωγή του είδους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει τα γενετικά χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, κατ' αντιδιαστολή προς το γυναικείο, που γονιμοποιεί το θηλυκό κατά την αναπαραγωγή του είδους Greek Open Multilingual WordNet
Το αρσενικό είναι το φύλο ενός οργανισμού που παράγει τον γαμέτη που λέγεται σπερματοζωάριο, ο οποίος συγχωνεύεται με τον μεγαλύτερο θηλυκό γαμέτη, το ωάριο, στη διαδικασία της γονιμοποίησης. Wikipedia
Φύλο των ζώων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations