bn:00054416n
Noun Concept
Categories: Μεταφορές, Εμπόριο, Διαχείριση παραγωγής
EL
εμπόρευμα  προϊόν  αγορά  ψώνιο  εμπορεύματα
EL
Το είδος που αγοράζει κανείς, η αγοραστική επιλογή Greek Open Multilingual WordNet
English:
business
management
economy
industry
economics
Definitions
Relations
Sources
EL
Το είδος που αγοράζει κανείς, η αγοραστική επιλογή Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο εμπορεύματα χαρακτηρίζονται τα πάσης φύσεως αντικείμενα του εμπορίου τα οποία πωλεί ή αγοράζει ο παραγωγός και τα οποία στη συνέχεια πωλούνται ή μεταπωλούνται σε ενδιάμεσους εμπόρους ή σε τελικούς καταναλωτές με σκοπό το οικονομικό κέρδος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations