bn:00054550n
Noun Concept
Categories: Μεταλλουργία, Ομάδες χημικών στοιχείων, Μέταλλα
EL
μέταλλα  μέταλλο  μεταλλικά ιόντα  μεταλλικό στοιχείο
EL
(χημ.) ομάδα χημικών στοιχείων που χαρακτηρίζονται από αντοχή, στιλπνότητα και μεγάλο ειδικό βάρος, είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και της θερμότητας και σχηματίζουν οξείδια, όταν έλθουν σε επαφή με το οξυγόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημ.) ομάδα χημικών στοιχείων που χαρακτηρίζονται από αντοχή, στιλπνότητα και μεγάλο ειδικό βάρος, είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και της θερμότητας και σχηματίζουν οξείδια, όταν έλθουν σε επαφή με το οξυγόνο Greek Open Multilingual WordNet
Τα μέταλλα είναι μια μεγάλη κατηγορία χημικών στοιχείων που εμφανίζουν ορισμένες κοινές ιδιότητες, όπως είναι η λάμψη, η υψηλή ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα, ο σχηματισμός ελασμάτων και συρμάτων. Wikipedia
Στοιχείο, ένωση ή κράμα που είναι καλός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations