bn:00055564n
Noun Concept
Categories: Ύλη, Μόρια, Μοριακή φυσική, Χημεία
EL
μόριο  μόρια  μοριακή  μοριακή δομή
EL
(φυσ., χημ.) σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση χωρίς να χάνει τις αρχικές της ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ., χημ.) σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση χωρίς να χάνει τις αρχικές της ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Στην επιστήμη, ως μόριο χαρακτηρίζεται το ελάχιστο συστατικό ενός στοιχείου ή μιας ένωσης που μπορεί να υπάρξει σε ελεύθερη κατάσταση, διατηρώντας τις χημικές ιδιότητες των μερών του στοιχείου ή της ένωσης που το αποτελούν. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections