bn:00055624n
Noun Concept
Categories: Μοναρχία
EL
μοναρχία  Βασιλεία  βασιλείας  κυβερνών  μοναρχίες
EL
Το πολίτευμα κατά το οποίο ανώτατο πολιτειακό όργανο είναι ένα φυσικό πρόσωπο, που διαδέχεται κληρονομικά το προηγούμενο και το οποίο ασκεί την εξουσία με ή χωρίς περιορισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πολίτευμα κατά το οποίο ανώτατο πολιτειακό όργανο είναι ένα φυσικό πρόσωπο, που διαδέχεται κληρονομικά το προηγούμενο και το οποίο ασκεί την εξουσία με ή χωρίς περιορισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Μοναρχία είναι μια μορφή διακυβέρνησης, στο οποίο μόνο ένα άτομο, ο μονάρχης, κρατάει την υπέρτατη αρχή του κράτους, εκτελώντας εθιμοτυπικά καθήκοντα και ενσωματώνοντας την εθνική ταυτότητα της χώρας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations