bn:00058188n
Noun Concept
Categories: Γραμματική, Συντακτικό, Μέρη του λόγου
EL
ουσιαστικό  ουσιαστικόν  ουσιαστικά  αφηρημένο ουσιαστικό
EL
Το κάθε όνομα που ανήκει σε μέρος του λόγου, το οποίο δηλώνει πρόσωπο ,ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην Ελληνική έχει δικό του γένος, συνήθως κλίνεται και στην πρόταση μπορεί να συνοδεύεται από άρθρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
γραμματική
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κάθε όνομα που ανήκει σε μέρος του λόγου, το οποίο δηλώνει πρόσωπο ,ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην Ελληνική έχει δικό του γένος, συνήθως κλίνεται και στην πρόταση μπορεί να συνοδεύεται από άρθρο Greek Open Multilingual WordNet
Ουσιαστικό είναι ένα από τα κλιτά μέρη του λόγου που φανερώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα. Wikipedia