bn:00058732n
Noun Concept
Categories: Υλικά, Έλαια
EL
λάδι  έλαια  έλαιο
EL
Το παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τη σύνθλιψη του καρπού της ελιάς ή άλλων καρπών Greek Open Multilingual WordNet
English:
liquid
Definitions
Relations
Sources
EL
Το παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τη σύνθλιψη του καρπού της ελιάς ή άλλων καρπών Greek Open Multilingual WordNet
Το λάδι ή έλαιο είναι υγρό στις συνήθεις θερμοκρασίες περιβάλλοντος, το οποίο παράγεται είτε από ορυκτούς υδρογονάνθρακες είτε από φυτά ή από ζώα, είτε συνθετικά όπως από σιλικόνη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations