bn:00059251n
Noun Concept
Categories: Μελιτοφόρα φυτά, Υβριδικά φυτά, Σύμβολα της Καλιφόρνια, Αρωματικά φυτά, Δέντρα
EL
πορτοκάλι  πορτοκαλιά  πορτοκάλια  πορτοκαλί φρούτα  πορτοκαλιάς
EL
Το οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών που παράγει πορτοκάλια Greek Open Multilingual WordNet
English:
plant
tree
Definitions
Relations
Sources
EL
Το οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών που παράγει πορτοκάλια Greek Open Multilingual WordNet
Το πορτοκάλι είναι φρούτο που καρπίζει από το δέντρο πορτοκαλιά. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations