bn:00062766n
Noun Concept
Categories: Ευκλείδεια Γεωμετρία, Επιφάνειες, Μαθηματικές έννοιες
EL
επίπεδο  επίστρωμα  στρώμα  στο επίπεδο
EL
(γεωμετρία) η απροσδιόριστη δισδιάστατη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωμετρία) η απροσδιόριστη δισδιάστατη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
Το επίπεδο θεωρείται συνήθως αρχική έννοια της γεωμετρίας, δηλαδή δεν ορίζεται με βάση άλλες στοιχειωδέστερες έννοιες, αν και σε κάποιες προσεγγίσεις της γεωμετρίας δεν είναι έτσι, όπως για παράδειγμα στην αναλυτική γεωμετρία όπου ορίζεται με βάση την έννοια του σημείου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations