bn:00065874n
Noun Concept
Categories: Ακτινοβολία, Θεμελιώδεις έννοιες της φυσικής
EL
ακτινοβολία  ακτινοβολίες  πυρηνική ακτινοβολία  ατομική ακτινοβολία  ιονίζουσα ακτινοβολία
EL
(φυσ.) η διαδικασία με την οποία εκπέμπεται ενέργεια υπό μορφήν ακτίνων, δηλ. κατά δέσμες σωματιδίων ή κατά κύματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ.) η διαδικασία με την οποία εκπέμπεται ενέργεια υπό μορφήν ακτίνων, δηλ. κατά δέσμες σωματιδίων ή κατά κύματα Greek Open Multilingual WordNet
Ακτινοβολία είναι το προϊόν της εκπομπής μιας πηγής, όπως σωματίδια ύλης ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα που έχουν την τάση να απομακρύνονται από την πηγή, καθώς βάλλονται από αυτήν. Wikipedia