bn:00068046n
Noun Concept
Categories: Λίθος (υλικό), Πετρολογία, Πετρώματα
EL
πέτρωμα  πέτρα  βράχος  πετρώματα  πέτρες
EL
Συμπαγές και σκληρό ορυκτό που συναντάται σε μεγάλη έκταση στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του στερεού φλοιού της γης Greek Open Multilingual WordNet
English:
geology
Definitions
Relations
Sources
EL
Συμπαγές και σκληρό ορυκτό που συναντάται σε μεγάλη έκταση στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του στερεού φλοιού της γης Greek Open Multilingual WordNet
Ως πετρώματα χαρακτηρίζονται τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης, το ανώτερο δηλ. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations