bn:00068246n
Noun Concept
Categories: Μορφολογία φυτών
EL
ρίζα  ρίζωμα  ρίζας  τυχαία ρίζες
EL
Το τμήμα των φυτών που βρίσκεται μέσα στο έδαφος και παίρνει από αυτό ορισμένες ουσίες απαραίτητες για τη θρέψη Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
βοτανική
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα των φυτών που βρίσκεται μέσα στο έδαφος και παίρνει από αυτό ορισμένες ουσίες απαραίτητες για τη θρέψη Greek Open Multilingual WordNet
Η ρίζα είναι το όργανο των ανώτερων φυτών, η λειτουργία της οποίας εξασφαλίζει τον εφοδιασμό του φυτού με νερό και ανόργανα συστατικά, ενώ παράλληλα συμβάλλει σημαντικά στη μηχανική στήριξη του οργανισμού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations