bn:00073547n
Noun Concept
Categories: Μαγειρικά σκεύη
EL
κουτάλι
EL
Επιτραπέζιο, μεταλλικό κυρίως, σκεύος με μακριά λαβή στην άκρη της οποίας σχηματίζεται πλατιά και αβαθής κοιλότητα, και με το οποίο τρώγεται η σούπα και άλλα υδαρή φαγητά Greek Open Multilingual WordNet
English:
utensil
Definitions
Relations
Sources
EL
Επιτραπέζιο, μεταλλικό κυρίως, σκεύος με μακριά λαβή στην άκρη της οποίας σχηματίζεται πλατιά και αβαθής κοιλότητα, και με το οποίο τρώγεται η σούπα και άλλα υδαρή φαγητά Greek Open Multilingual WordNet
Το κουτάλι είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ευκολότερη κατανάλωση του φαγητού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Translations