bn:00074613n
Noun Concept
Categories: Βιώσιμη κινητικότητα, Τραμ
EL
τραμ  σύστημα τραμ  Τροχιόδρομος  αρθρωτό τραμ  αυτοκίνητα δρόμου
EL
Τροχοφόρο όχημα που κινείται με ηλεκτρισμό επάνω σε σιδηροτροχιές (ράγες) στο κατάστρωμα του δρόμου και που εκτελεί αστικές συγκοινωνίες Greek Open Multilingual WordNet
English:
rail
streetcar
railway
Definitions
Relations
Sources
EL
Τροχοφόρο όχημα που κινείται με ηλεκτρισμό επάνω σε σιδηροτροχιές (ράγες) στο κατάστρωμα του δρόμου και που εκτελεί αστικές συγκοινωνίες Greek Open Multilingual WordNet
Τραμ ονομάζεται ο σιδηρόδρομος πόλης. Wikipedia