bn:00076312n
Noun Concept
EL
δάκρυ
EL
Διαφανής υφάλμυρη σταγόνα που εκκρίνεται από τους δακρυογόνους αδένες του ματιού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διαφανής υφάλμυρη σταγόνα που εκκρίνεται από τους δακρυογόνους αδένες του ματιού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki