bn:00077966n
Noun Concept
Categories: Ακουστική
EL
Ηλεκτροακουστικοί μορφοτροπείς  μετατροπέας  μορφοτροπέας  αισθητήριο
EL
Μηχανή ή συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας ή ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανή ή συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας ή ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Ο μορφοτροπέας είναι μια συσκευή που μετατρέπει ενέργεια από μια μορφή σε μια άλλη. Wikipedia