bn:00078093n
Noun Concept
EL
ταξιδιώτης
EL
Αυτός που ταξιδεύει, που μετακινείται, που βρίσκεται καθ' οδόν σε ταξίδι Greek Open Multilingual WordNet
English:
Journey
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ταξιδεύει, που μετακινείται, που βρίσκεται καθ' οδόν σε ταξίδι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations