bn:00078131n
Noun Concept
Categories: Δέντρα, Δασολογία, Μορφολογία φυτών
EL
δέντρο  δένδρο  δεντρί  δέντρα  δενδρύλλιο
EL
Ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος Greek Open Multilingual WordNet
Το δέντρο είναι πολυετές ξυλώδες φυτό που συνηθέστερα αναπτύσσεται από ένα αυτοστηριζόμενο κορμό ο οποίος στη συνέχεια διακλαδίζεται. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations