bn:00079106n
Noun Concept
Categories: Μέτρηση, Μονάδες μέτρησης
EL
μονάδα μέτρησης  μονάδα  μέτρα και σταθμά  φυσική μονάδα
EL
Κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων Greek Open Multilingual WordNet
English:
measurement
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων Greek Open Multilingual WordNet
Μονάδα μέτρησης ονομάζεται το μέγεθος μιας ποσότητας που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για τη μέτρηση του ιδίου είδους ποσότητας. Wikipedia