bn:00082225v
Verb Concept
EL
εκπληρώνω  πραγματώνω  εκπληρώσει
EL
Εφαρμόζω στην πράξη, θέτω σε ισχύ, κάνω πραγματικότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links