bn:00085319v
Verb Concept
EL
έρχομαι  έρθει
EL
Κινούμαι προς, ταξιδεύω προς κάτι ή κάποιον, κινούμαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση πλησιάζοντας (τόπο ή πρόσωπο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κινούμαι προς, ταξιδεύω προς κάτι ή κάποιον, κινούμαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση πλησιάζοντας (τόπο ή πρόσωπο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations