bn:00101347a
Adjective Concept
EL
διαφορετικός
EL
Για κάποιον ή για κάτι που διαφέρει, που παρουσιάζει διαφορές από κάποιον ή από κάτι άλλο, που δεν είναι ίδιος ή όμοιος με κάποιον ή με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Για κάποιον ή για κάτι που διαφέρει, που παρουσιάζει διαφορές από κάποιον ή από κάτι άλλο, που δεν είναι ίδιος ή όμοιος με κάποιον ή με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet