bn:00106058a
Adjective Concept
EL
μικροσκοπικός  μικρός  μικρό
EL
Για κάτι πολύ μικρό, που γίνεται ορατό μόνο κάτω από μικροσκόπιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Για κάτι πολύ μικρό, που γίνεται ορατό μόνο κάτω από μικροσκόπιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations