bn:00019725n
Noun Concept
EL
κλεψύδρα  υδραυλικό ρολόι  ρολόγια νερού  ρολόι νερού
EL
(στην αρχαιότητα) αγγείο με στενό στόμιο και πλατιά βάση με μικρές οπές, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως όργανο μετρήσεως του χρόνου, ιδίως κατά τις αγορεύσεις των ρητόρων στα δικαστήρια, υπολογίζοντας τον χρόνο μέσα στον οποίο εξαντλούνταν το νερό με το οποίο ήταν γεμάτο καθώς έσταζε αργά σε σταγόνες Greek Open Multilingual WordNet
English:
clock
Definitions
Relations
Sources
EL
(στην αρχαιότητα) αγγείο με στενό στόμιο και πλατιά βάση με μικρές οπές, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως όργανο μετρήσεως του χρόνου, ιδίως κατά τις αγορεύσεις των ρητόρων στα δικαστήρια, υπολογίζοντας τον χρόνο μέσα στον οποίο εξαντλούνταν το νερό με το οποίο ήταν γεμάτο καθώς έσταζε αργά σε σταγόνες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata Alias
WordNet Translations