bn:00034682n
Noun Concept
Categories: Πυροσβεστική
EL
Πυροσβεστικό  πυροσβεστικό πλοίο  πυροσβεστικό σκάφος  fireboat  fireboats
EL
Ως πυροσβεστικό σκάφος ή πυροσβεστικό πλοίο χαρακτηρίζεται ιδιαίτερος τύπος βοηθητικού πλοίου, συνήθως κρατικής υπηρεσίας, εξοπλισμένο με ισχυρές αντλίες ύδατος και δεξαμενές χημικού κατασβεστικού υλικού για την κατάσβεση παράκτιων πυρκαγιών και πυρκαγιών επί πλοίων. Wikipedia
Greek:
πλοίο
Definitions
Relations
Sources
EL
Ως πυροσβεστικό σκάφος ή πυροσβεστικό πλοίο χαρακτηρίζεται ιδιαίτερος τύπος βοηθητικού πλοίου, συνήθως κρατικής υπηρεσίας, εξοπλισμένο με ισχυρές αντλίες ύδατος και δεξαμενές χημικού κατασβεστικού υλικού για την κατάσβεση παράκτιων πυρκαγιών και πυρκαγιών επί πλοίων. Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations